-
1 ἐμπορπάω
A fasten with a brooch or pin:—[voice] Pass., εἵματα ἐνεπορπέατο ([dialect] Ion. for - ηντο ) they wore garments fastened with a brooch upon the shoulder, Hdt.7.77;ἐμπεπορπημένος διπλᾶ τὰ ἱμάτια Lycurg.40
, cf. D.H.2.70, Plu.Mar.17: metaph.,ἐμπεπορπημένοι ὠμότητα LXX 3 Ma. 7.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορπάω
См. также в других словарях:
εμπορπώ — ( άω) (Α ἐμπορπῶ, άω, ιων. τ. ἐμπορπέω) 1. στερεώνω το ρούχο με πόρπη ή περόνη στον ώμο, συγκρατώ, κουμπώνω 2. μέσ. φορώ ρούχα κουμπωμένα με πόρπη στον ώμο («ἐμπεπορπημένος διπλᾱ τὰ ἱμάτια» που είχε φορέσει αναδιπλωμένο και συγκρατημένο με πόρπη… … Dictionary of Greek